μεριτικός

μεριτικός
μεριτικός, -ή, -όν (ΑM) [μερίτης]
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικά
τα μερίδια, τα μερτικά
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεριτικῶν — μεριτικός partaker fem gen pl μεριτικός partaker masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”